- εὐχωλή
- εὐχωλή (εὔχομαι): (1) prayer, vow, Od. 13.357, Il. 1.65.—(2) boast, exultation, shout of triumph, Il. 4.450, Il. 8.229, Il. 2.160; ‘my pride,’ Il. 22.433.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εὐχωλῇ — εὐχωλή prayer fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαῖς — εὐχωλή prayer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαῖσι — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλαί — εὐχωλή prayer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῆς — εὐχωλή prayer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇς — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇσι — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλῇσιν — εὐχωλή prayer fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχωλέων — εὐχωλή prayer fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)